λαθρεμπορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαθρεμπορία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαθρεμπορία θηλυκό
- το λαθρεμπόριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθρεμπορία
→ δείτε τη λέξη λαθρεμπόριο |
λαθρεμπορία θηλυκό
→ δείτε τη λέξη λαθρεμπόριο |