κότσικας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κότσικας | οι | κότσικες |
γενική | του | κότσικα | των | κότσικων |
αιτιατική | τον | κότσικα | τους | κότσικες |
κλητική | κότσικα | κότσικες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κότσικας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κότσικας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κότσικας
|