κυλιμούντρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυλιμούντρα | οι | κυλιμούντρες |
γενική | της | κυλιμούντρας | — | |
αιτιατική | την | κυλιμούντρα | τις | κυλιμούντρες |
κλητική | κυλιμούντρα | κυλιμούντρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυλιμούντρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυλιμούντρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυλιμούντρα
→ δείτε τη λέξη κατήφορος |
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 13.