Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρόσιασμα τα κροσιάσματα
      γενική του κροσιάσματος των κροσιασμάτων
    αιτιατική το κρόσιασμα τα κροσιάσματα
     κλητική κρόσιασμα κροσιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρόσιασμα ουδέτερο

  1. η ραφή κροσιών
  2. η φθαρμένη άκρη υφάσματος μου μοιάζει με κρόσια