Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούρντισμα τα κουρντίσματα
      γενική του κουρντίσματος των κουρντισμάτων
    αιτιατική το κούρντισμα τα κουρντίσματα
     κλητική κούρντισμα κουρντίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούρντισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούρντισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία