κουρκούλης
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουρκούλης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουρκούλης αρσενικό
- (ιδιωματικό, φίδι) η οχιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουρκούλης
|
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
κουρκούλης αρσενικό
|