κοσμοναύτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσμοναύτισσα < κοσμοναύτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμοναύτισσα θηλυκό
- θηλυκό του κοσμοναύτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσμοναύτισσα
κοσμοναύτισσα θηλυκό