κοριτσομάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοριτσομάνι | τα | κοριτσομάνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κοριτσομάνι | τα | κοριτσομάνια |
κλητική | κοριτσομάνι | κοριτσομάνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοριτσομάνι ουδέτερο
- πολλά κορίτσια μαζεμένα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοριτσομάνι
|