Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπογιαννίτισσα οι κομπογιαννίτισσες
      γενική της κομπογιαννίτισσας
    αιτιατική την κομπογιαννίτισσα τις κομπογιαννίτισσες
     κλητική κομπογιαννίτισσα κομπογιαννίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπογιαννίτισσα < κομπογιαννίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπογιαννίτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κομπογιαννίτης