Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομματάρχης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κομματάρχ
ης
οι
κομματάρχ
ες
γενική
του
κομματάρχ
η
των
κομματαρχ
ών
αιτιατική
τον
κομματάρχ
η
τους
κομματάρχ
ες
κλητική
κομματάρχ
η
κομματάρχ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομματάρχης
<
κόμμα
+
-άρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κομματάρχης
αρσενικό
ηγέτης / σημαντικός παράγοντας / επικεφαλής πολιτικού κόμματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομματάρχης