κολεχτίβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολεχτίβα | οι | κολεχτίβες |
γενική | της | κολεχτίβας | — | |
αιτιατική | την | κολεχτίβα | τις | κολεχτίβες |
κλητική | κολεχτίβα | κολεχτίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολεχτίβα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολεχτίβα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη κολεκτίβα