Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολεκτομή οι κολεκτομές
      γενική της κολεκτομής των κολεκτομών
    αιτιατική την κολεκτομή τις κολεκτομές
     κλητική κολεκτομή κολεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολεκτομή < κολ(ον) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση μέρους ή ολόκληρου του παχέος εντέρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία