Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοιλάκανθος οι κοιλάκανθοι
      γενική του κοιλάκανθου
κοιλακάνθου
των κοιλάκανθων
κοιλακάνθων
    αιτιατική τον κοιλάκανθο τους κοιλάκανθους
κοιλακάνθους
     κλητική κοιλάκανθε κοιλάκανθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

κοιλάκανθος < αγγλικά: coelacanthus, coelacanth < κοίλος + ἄκανθα, άκανθα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ο κοιλάκανθος (el) αρσενικό

  • υπερείδος παλαιοϊχθύος (κοιλακανθόμορφα, coelacanthiformes) που θεωρείται πρόγονος των εν ζωή τετράποδων του οποίου ποικιλίες-είδη επιβιώνουν και στις μέρες μας

Δείτε επίσης επεξεργασία