↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλωθογύρισμα τα κλωθογυρίσματα
      γενική του κλωθογυρίσματος των κλωθογυρισμάτων
    αιτιατική το κλωθογύρισμα τα κλωθογυρίσματα
     κλητική κλωθογύρισμα κλωθογυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλωθογύρισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλωθογύρισμα ουδέτερο

  1. προσπάθεια υπεκφυγής
    μη μου τα στρίβεις, πες μου χωρίς κλωθογυρίσματα τι ακριβώς έχει συμβεί
  2. επίμονη σκέψη σχετικά με ένα θέμα
    τα κλωθογυρίσματα για την οικονομική μας κατάσταση δεν ωφελούν, χρειάζεται αποφασιστική δράση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία