κλασικίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλασικίστρια < κλασικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλασικίστρια θηλυκό
- (φιλολογία) θηλυκό του κλασικιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλασικίστρια
|
κλασικίστρια θηλυκό
|