Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλαμούρα οι κλαμούρες
      γενική της κλαμούρας
    αιτιατική την κλαμούρα τις κλαμούρες
     κλητική κλαμούρα κλαμούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαμούρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλαμούρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία