κιργιστανικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κιργιστανικά | ||
γενική | των | κιργιστανικών | ||
αιτιατική | τα | κιργιστανικά | ||
κλητική | κιργιστανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιργιστανικά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιργιστανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό