κειμενολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κειμενολογία | οι | κειμενολογίες |
γενική | της | κειμενολογίας | των | κειμενολογιών |
αιτιατική | την | κειμενολογία | τις | κειμενολογίες |
κλητική | κειμενολογία | κειμενολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κειμενολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακειμενολογία θηλυκό
- (φιλολογία) η μελέτη και ταξινόμηση των κειμένων με κριτήρια το ύφος της γραφής (λεξιλόγιο, σύνταξη, φρασεολογία) το στυλ και τα μέσα της ίδιας της γραφής (όπως η σύσταση μελάνης, το εργαλείο εγχάραξης) και το υλικό στο οποίο γράφεται (όπως πηλός, πάπυρος, μάρμαρο κτλ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κειμενολογία
|