Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κβάντιση οι κβαντίσεις
      γενική της κβάντισης των κβαντίσεων
    αιτιατική την κβάντιση τις κβαντίσεις
     κλητική κβάντιση κβαντίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κβάντιση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κβάντιση θηλυκό