ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καύκη αἱ καῦκαι
      γενική τῆς καύκης τῶν καυκῶν
      δοτική τῇ καύκ ταῖς καύκαις
    αιτιατική τὴν καύκην τὰς καύκᾱς
     κλητική ! καύκη καῦκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καύκ
γεν-δοτ τοῖν  καύκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καύκη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καύκη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία