κατς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατς < (άμεσο δάνειο) γαλλική catch < αγγλική catch (catch-as-catch-can (en)) < μέση αγγλική cacchen < αγγλονορμανδική cachier < υστερολατινική captiare < captio < λατινική capto, θαμιστικό του capio < πρωτοϊταλική *kapiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂pyéti- < *keh₂p- (=λαμβάνω, παίρνω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακατς ουδέτερο άκλιτο
- ελευθέρα πάλη με επιτρεπόμενες όλες τις λαβές
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κατς στη Βικιπαίδεια