καρύδωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρύδωμα ουδέτερο
- ο στραγγαλισμός, ο φόνος κάποιου με πίεση στο καρύδι του λαιμού του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρύδωμα