Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καράφλα οι καράφλες
      γενική της καράφλας των καραφλών
    αιτιατική την καράφλα τις καράφλες
     κλητική καράφλα καράφλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καράφλα < από τη λέξη φαλάκρα με αντιμετάθεση των συμφώνων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καράφλα θηλυκό

βλέπε λέξη φαλάκρα