Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καολίνης οι καολίνες
      γενική του καολίνη των καολινών
    αιτιατική τον καολίνη τους καολίνες
     κλητική καολίνη καολίνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Καολίνης

  Ετυμολογία επεξεργασία

καολίνης < Κάο Λινγκ (βουνό στην Κίνα) 高岭土

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καολίνης αρσενικό

  • αργιλικό ορυκτό, πλούσιο σε καολινίτη, μέρος της ομάδας βιομηχανικών ορυκτών με χημική σύνθεση Al2Si2O5(OH)4

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία