καντηλήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καντηλήθρα | οι | καντηλήθρες |
γενική | της | καντηλήθρας | — | |
αιτιατική | την | καντηλήθρα | τις | καντηλήθρες |
κλητική | καντηλήθρα | καντηλήθρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καντηλήθρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καντηλήθρα θηλυκό
- μικρό εξάρτημα, το οποίο έχει τη δυνατότητα να επιπλέει στο λάδι, με τρύπα στη μέση στην οποία τοποθετούνται τα λουμίνια για να ανάβει το καντήλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καντηλήθρα
|