καλωσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλωσύνη | οι | καλωσύνες |
γενική | της | καλωσύνης | — | |
αιτιατική | την | καλωσύνη | τις | καλωσύνες |
κλητική | καλωσύνη | καλωσύνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλωσύνη θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του καλοσύνη
Πηγές
επεξεργασία- «καλοσύνη» (παλαιότ. ορθ. καλωσύνη) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- «καλοσύνη» & «καλωσύνη» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .