Δείτε επίσης: Καλωσύνη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλωσύνη οι καλωσύνες
      γενική της καλωσύνης
    αιτιατική την καλωσύνη τις καλωσύνες
     κλητική καλωσύνη καλωσύνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλωσύνη θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία