Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλουπιτζής οι καλουπιτζήδες
      γενική του καλουπιτζή των καλουπιτζήδων
    αιτιατική τον καλουπιτζή τους καλουπιτζήδες
     κλητική καλουπιτζή καλουπιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλουπιτζής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλουπιτζής αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που καλουπώνει με ξυλεία κυρίως για να πέσουν έπειτα τα μπετά

  Μεταφράσεις επεξεργασία