καλλωπιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καλλωπιστικά | ||
γενική | των | καλλωπιστικών | ||
αιτιατική | τα | καλλωπιστικά | ||
κλητική | καλλωπιστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλλωπιστικά < καλλωπιστικός + -ά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλλωπιστικά ουδέτερο, πληθυντικός
- φυτά κατάλληλα για καλλωπισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλλωπιστικά
|
Επίρρημα
επεξεργασίακαλλωπιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαλλωπιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλλωπιστικό