καθωσπρεπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- καθωσπρεπισμός < καθωσπρέπει
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθωσπρεπισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά που είναι πολύ καθώς πρέπει, που ακολουθεί τυφλά και συχνά υποκριτικά αυτό που θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθωσπρεπισμός
|