καθ' ύλην
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθ' ύλην < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα καθ' ὕλην (κατά > καθ' πριν από δασεία & ύλη), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική compétent en la matière[1] < αρχαία ελληνική ὕλη, με τη σημασία όπως π.χ. στη φράση του Αριστοτέλη «κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην» (ανάλογα με το θέμα) Ηθικά Νικομάχεια, 1098a[2]
Έκφραση επεξεργασία
καθ' ύλην
- (παρωχημένο, λόγιο) σε συγκεκριμένο τομέα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθ' ύλην
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «ύλη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «ύλη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.