Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβατίνα οι καβατίνες
      γενική της καβατίνας των καβατίνων
    αιτιατική την καβατίνα τις καβατίνες
     κλητική καβατίνα καβατίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβατίνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβατίνα θηλυκό

  • μουσικό μέλος μικρής διάρκειας με το οποίο στο παλαιότερο μελόδραμα (όπερα) τελείωνε συνήθως ένα ρετσιτατίβο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία