καβανάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καβανάς | οι | καβανάδες |
γενική | του | καβανά | των | καβανάδων |
αιτιατική | τον | καβανά | τους | καβανάδες |
κλητική | καβανά | καβανάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαο καβανάς (el) αρσενικό, ενικός
οι καβανάδες (el) αρσενικό, πληθυντικός
- (λαϊκότροπο) το καβανόζι
- μεγάλο συγκριτικά καβανόζι