ιδροκόπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιδροκόπι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | ιδροκόπι | ||
κλητική | ιδροκόπι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιδροκόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του ιδροκόπημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδροκόπι
→ δείτε τη λέξη ιδροκόπημα |