θωπευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θωπευτής | οι | θωπευτές |
γενική | του | θωπευτή | των | θωπευτών |
αιτιατική | τον | θωπευτή | τους | θωπευτές |
κλητική | θωπευτή | θωπευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θωπευτής αρσενικό
- αυτός που θωπεύει
Μεταφράσεις επεξεργασία
θωπευτής
|