Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θυσιαστής οι θυσιαστές
      γενική του θυσιαστή των θυσιαστών
    αιτιατική τον θυσιαστή τους θυσιαστές
     κλητική θυσιαστή θυσιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυσιαστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θυσιαστής αρσενικό

  • αυτός που κάνει θυσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία