θρῖναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θρινᾰκ- | |||||
ονομαστική | ἡ | θρῖναξ | αἱ | θρίνακες | |
γενική | τῆς | θρίνακος | τῶν | θρινάκων | |
δοτική | τῇ | θρίνακῐ | ταῖς | θρίναξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | θρίνακᾰ | τὰς | θρίνακᾰς | |
κλητική ὦ! | θρῖναξ | θρίνακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρίνακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θρινάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρῖναξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρῖναξ, -ᾰκος θηλυκό
- τρίαινα, γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα του σιταριού
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 567
- αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον.
- και στον ήλιο μέσα τα τρικράνια αστράφτουνε·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 567
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θρῖναξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρῖναξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.