Δείτε επίσης: Θρίναξ, Θρῖναξ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θρινᾰκ-
ονομαστική θρῖναξ αἱ θρίνακες
      γενική τῆς θρίνακος τῶν θρινάκων
      δοτική τῇ θρίνακ ταῖς θρίναξ(ν)
    αιτιατική τὴν θρίνακ τὰς θρίνακᾰς
     κλητική ! θρῖναξ θρίνακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρίνακε
γεν-δοτ τοῖν  θρινάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρῖναξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρῖναξ, -ᾰκος θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία