θνησιμότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θνησιμότης | αἱ | θνησιμότητες | ||||
γενική | τῆς | θνησιμότητος | τῶν | θνησιμοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | θνησιμότητι | ταῖς | θνησιμότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θνησιμότητα | τὰς | θνησιμότητας | ||||
κλητική ὦ! | θνησιμότης | θνησιμότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θνησιμότης: → δείτε τη λέξη θνησιμότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθνησιμότης θηλυκό