θιγμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θιγμός | οι | θιγμοί |
γενική | του | θιγμού | των | θιγμών |
αιτιατική | τον | θιγμό | τους | θιγμούς |
κλητική | θιγμέ | θιγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θιγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θιγμός θηλυκό
- (βοτανική) περιέλιξη φυτού γύρω από αντικείμενο