θερμοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθερμοφοβία θηλυκό
- (βιολογία) η αποστροφή ορισμένων οργανισμών από τη θερμότητα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θερμοφοβία
|