θεοσοφίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεοσοφίστρια < θεοσοφιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεοσοφίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη θεοσοφιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεοσοφίστρια
|
θεοσοφίστρια θηλυκό
|