↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θέναρ τὰ θέναρ
      γενική τοῦ θέναρος τῶν θενάρων
      δοτική τῷ θέναρ τοῖς θέναρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ θέναρ τὰ θέναρ
     κλητική ! θέναρ θέναρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θέναρε
γεν-δοτ τοῖν  θενάροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄορ' όπως «ἔαρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θέναρ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θέναρ, -αρος ουδέτερο

  • (ανθρώπινο σώμα) σαρκώδης προεξοχή της παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς του αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο της παλάμης.