ηρέμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ηρέμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠρέμᾰ / αρχαία ελληνική ἠρέμᾰς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rem- (ηρεμώ, ξεκουράζομαι)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐ρέ‐μα
Επίρρημα
επεξεργασία
ηρέμα
- (ναυτικός όρος, λόγιο, παρωχημένο) ήρεμα, σιγά, αργά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ήρεμος