ἠρέμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἠρέμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rem- (ηρεμώ, ξεκουράζομαι)
Επίρρημα
επεξεργασίαἠρέμᾰ
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἠρέμᾰς (πριν από φωνήεντα)
Πηγές
επεξεργασία- ἠρέμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠρέμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.