ζωοφυσική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωοφυσική | ||
γενική | της | ζωοφυσικής | ||
αιτιατική | τη | ζωοφυσική | ||
κλητική | ζωοφυσική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωοφυσική θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωοφυσική
|