Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωολάτρισσα οι ζωολάτρισσες
      γενική της ζωολάτρισσας των ζωολατρισσών
    αιτιατική τη ζωολάτρισσα τις ζωολάτρισσες
     κλητική ζωολάτρισσα ζωολάτρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωολάτρισσα < ζωολάτρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωολάτρισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  ζωολάτρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία