Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαχαροποιία οι ζαχαροποιίες
      γενική της ζαχαροποιίας των ζαχαροποιιών
    αιτιατική τη ζαχαροποιία τις ζαχαροποιίες
     κλητική ζαχαροποιία ζαχαροποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαροποιία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχαροποιία θηλυκό

  1. η τέχνη του ζαχαροποιού
  2. η βιομηχανία κατασκευής ζάχαρης

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία