↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαχαροποιία οι ζαχαροποιίες
      γενική της ζαχαροποιίας των ζαχαροποιιών
    αιτιατική τη ζαχαροποιία τις ζαχαροποιίες
     κλητική ζαχαροποιία ζαχαροποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαροποιία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζαχαροποιία θηλυκό

  1. η τέχνη του ζαχαροποιού
  2. η βιομηχανία κατασκευής ζάχαρης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία