εὐεργετικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐεργετικότης | αἱ | εὐεργετικότητες | ||||
γενική | τῆς | εὐεργετικότητος | τῶν | εὐεργετικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | εὐεργετικότητι | ταῖς | εὐεργετικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | εὐεργετικότητα | τὰς | εὐεργετικότητας | ||||
κλητική ὦ! | εὐεργετικότης | εὐεργετικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεὐεργετικότης θηλυκό