(Χρειάζεται επεξεργασία)

Δείτε *εἴκω, εἵκω, εἰκώ, εἰκώς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἴκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

εἴκω

  1. ενδίδω, υποχωρώ
  2. παραδίδω, αφήνω, παραχωρώ, επιτρέπω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Για τη σημασία «μοιάζω, φαίνομαι» δείτε τον αμάρτυρο ενεστώτα *εἴκω του ἔοικα

  Πηγές επεξεργασία