*εἴκω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- *εἴκω < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
*εἴκω
- ενδίδω
- υποχωρώ, αποσύρομαι είτε από μάχη, είτε προς ένδειξη τιμής
- μοιάζω, φαίνομαι
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- εἴκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἴκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.