εύρετρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εύρετρα | ||
γενική | των | ευρέτρων | ||
αιτιατική | τα | εύρετρα | ||
κλητική | εύρετρα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύρετρα < μεσαιωνική ελληνική εὕρετρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
εύρετρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αμοιβή του ευρέτη για την επιστροφή στον κάτοχο απολεσθέντων αντικειμένων ή χρημάτων